Η αρχή της ιστορίας αυτής μας βρίσκει στη Minneapolis των Ηνωμένων Πολιτειών όπου οι Minneapolis Lakers (οι σημερινοί L.A. Lakers) υποδέχτηκαν τους Fort Wayne Pistons (πλέον Detroit Pistons) στις 22 Νοεμβρίου 1950. Ο προπονητής των φιλοξενουμένων γνωρίζοντας ότι η ομάδα του είναι υποδεέστερη ζήτησε από τους παίχτες του να κρατούν την μπάλα όσο περισσότερο μπορούσαν ώστε οι γηπεδούχοι και κυρίως ο σταρ της εποχής George Mikan να μην εκδηλώσουν πολλές επιθέσεις. O Murray Mendenhall δικαιώθηκε για την επιλογή αυτή κερδίζοντας με 18-19 (13-11 ημίχρονο) σε έναν αγώνα που έμεινε στην ιστορία ως αφενός ως ο αγώνας με το χαμηλότερο άθροισμα πόντων στο NBA και αφετέρου ως ο αγώνας που σηματοδότησε την ανάγκη αλλαγών στο άθλημα.
Τα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν πολλές συζητήσεις και μελέτες πάνω στο πως θα κερδίσει σε φήμη και σε αξία το άθλημα. Πρωτοπόρος της εποχής και «νονός» των 24 δευτερολέπτων είναι ο Danny Biasone, ο οποίος το 1954 πρότεινε τα 24 δευτερόλεπτα ως ικανοποιητικό χρόνο επίθεσης. Ο Biasone (ιδιοκτήτης τότε των Syracuse Nationals) δεν πρότεινε έναν τυχαίο αριθμό. Έχοντας παρακολουθήσει πάρα πολλούς αγώνες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αγώνες που μέχρι τότε προσέφεραν θέαμα και συγκινήσεις ήταν αυτοί που η κάθε ομάδα έκανε περίπου 60 επιθέσεις (120 στο σύνολο του αγώνα). Οπότε διαιρώντας τα 2880 δευτερόλεπτα ενός αγώνα NBA (48 λεπτά) με τον αριθμό των 120 επιθέσεων προέκυψαν τα 24 δευτερόλεπτα.
Στο κολεγιακό πρωτάθλημα ο κανονισμός αυτός υιοθετήθηκε το 1985 με τον σχετικό χρόνο στα 45 δευτερόλεπτα, που μειώθηκε το 1993 (έως και σήμερα) σε 35 δευτερόλεπτα. Στον υπόλοιπο πλανήτη όπως και στη χώρα μας από το 1956, με την διάρκεια του αγώνα στα 40 λεπτά (2 ημίχρονα των 20 λεπτών) ενσωματώθηκε στο άθλημα ορισμένος χρόνος επίθεσης αλλά στα 30 δευτερόλεπτα. Πράγμα που άλλαξε το 2001 και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο Ευρωμπάσκετ του 2001 με 4 περιόδους των δέκα λεπτών και 24 δευτερόλεπτα χρόνο επίθεσης.

Σχολιάστε